effet [efɛ] ΟΥΣ αρσ
1. effet a. ΝΟΜ:
3. effet (phénomène):
4. effet ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ:
5. effet πλ (vêtements):
ιδιωτισμοί:
II. effet [efɛ]
-
- Dominoeffekt αρσ
-
- Warenwechsel αρσ
- effet de complaisance ΟΙΚΟΝ
-
- effet de forclusion ΝΟΜ
-
-
- Lombardwechsel αρσ
-
- Hebelwirkung θηλ
-
- Tiefenwirkung θηλ
-
- Tiefenwirkung θηλ
-
- Bühneneffekt αρσ
-
- Treibhauseffekt αρσ
-
- Knalleffekt οικ
effet ΟΥΣ
-
- Effekthascherei θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.