terme1 [tɛʀm] ΟΥΣ αρσ
2. terme:
- terme (échéance)
-
- à terme, des changements seront indispensables
-
- terme initial
-
- terme d'échéance non défini
-
3. terme (date de l'accouchement):
terme2 [tɛʀm] ΟΥΣ αρσ
2. terme (terme de spécialité):
4. terme πλ (formule):
terme ΟΥΣ
- à terme
-
terme ΟΥΣ
- à terme
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- terme générique (hyperonyme)
- Oberbegriff αρσ
- terme mineur
- Mittelbegriff αρσ
- terme technique
- Fachbegriff αρσ