I. medizinisch ΕΠΊΘ
1. medizinisch:
- medizinisch Ausbildung, Gebiet
-
- medizinisch Fakultät, Prüfung
-
2. medizinisch (ärztlich):
3. medizinisch (heilend):
II. medizinisch ΕΠΊΡΡ
1. medizinisch:
- medizinisch vorgebildet
-
2. medizinisch (ärztlich):
medizinischer Hilfsberuf ΟΥΣ
- medizinischer Hilfsberuf αρσ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.