I. porteur (-euse) [pɔʀtœʀ, -øz] ΕΠΊΘ
1. porteur:
- porteur (-euse) mur
-
2. porteur (prometteur):
- porteur (-euse) secteur
-
- porteur (-euse) marché
-
II. porteur (-euse) [pɔʀtœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. porteur:
2. porteur (détenteur):
porteur αρσ
porteur ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.