fusil [fyzi] ΟΥΣ αρσ
1. fusil (arme):
3. fusil (pour aiguiser):
4. fusil (allume-gaz):
épaule [epol] ΟΥΣ θηλ
1. épaule ΑΝΑΤ:
I. chien ΟΥΣ αρσ
II. chienne ΟΥΣ θηλ
III. chien (chienne) [ʃjɛ̃, ʃjɛn] ΕΠΊΘ οικ
IV. de chien ΕΠΊΘ
V. chien (chienne) [ʃjɛ̃, ʃjɛn]
VI. chien (chienne) [ʃjɛ̃, ʃjɛn]
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.