Oxford Spanish Dictionary
dreadful [αμερικ ˈdrɛdfəl, βρετ ˈdrɛdfʊl, ˈdrɛdf(ə)l] ΕΠΊΘ
dreadful news/experience/weather:
penny [αμερικ ˈpɛni, βρετ ˈpɛni] ΟΥΣ
1.1. penny <pl pence>:
2. penny <pl pennies> (cent coin) (in US, Canada):
3. penny <pl pennies> (small sum):
I. rub <μετ ενεστ rubbing; παρελθ, μετ παρακειμ rubbed> [αμερικ rəb, βρετ rʌb] ΡΉΜΑ μεταβ
1. rub:
II. rub <μετ ενεστ rubbing; παρελθ, μετ παρακειμ rubbed> [αμερικ rəb, βρετ rʌb] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. rub [αμερικ rəb, βρετ rʌb] ΟΥΣ
1.1. rub (act):
honest [αμερικ ˈɑnəst, βρετ ˈɒnɪst] ΕΠΊΘ
1. honest (trustworthy, upright):
2. honest (sincere):
στο λεξικό PONS
penny [ˈpeni] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
penny [ˈpen·i] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.