στο λεξικό PONS
so·cial con·tri·ˈbu·tion ΟΥΣ ΠΟΛΙΤ
con·tri·bu·tion [ˌkɒntrɪˈbju:ʃən, αμερικ ˌkɑ:n-] ΟΥΣ
1. contribution:
2. contribution (regular payment):
3. contribution (advance, support, addition):
I. so·cial1 [ˈsəʊʃəl, αμερικ ˈsoʊ-] ΕΠΊΘ
1. social (of human contact):
2. social ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ (concerning society):
3. social ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ (of human behaviour):
4. social (concerning the public):
5. social ΖΩΟΛ, ΒΙΟΛ (living together):
II. so·cial1 [ˈsəʊʃəl, αμερικ ˈsoʊ-] ΟΥΣ βρετ
so·cial2 [αμερικ ˈsoʊʃəl] ΟΥΣ αμερικ οικ
social συντομογραφία: Social Security Number
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
social contribution ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
contribution ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- contribution (z. B. Sozialabgabe)
- Abgabe θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
social [ˈsəʊʃl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.