στο λεξικό PONS
bath·room ˈfit·tings ΟΥΣ
bathroom fittings πλ βρετ:
- bathroom fittings
-
ˈgas fit·tings ΟΥΣ
gas fittings πλ βρετ:
- gas fittings
- Gasleitungen pl
I. fit·ting [ˈfɪtɪŋ, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
1. fitting (fixtures):
2. fitting βρετ, αυστραλ (movable furnishing items):
II. fit·ting [ˈfɪtɪŋ, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ τυπικ
fitting ΟΥΣ
- fitting ΤΕΧΝΟΛ
- Anschlussstück ουδ
fitting room ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
trend fitting ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
fitting
level of fitting public transport, ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ˈtyre fit·ting ma·chine ιδιαίτ βρετ, ˈtire fit·ting ma·chine ΟΥΣ αμερικ mechatr
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.