στο λεξικό PONS
Aus·zug <-(e)s, -zü·ge> ΟΥΣ αρσ
2. Auszug (das Hinausschreiten):
- Auszug
-
4. Auszug (Kontoauszug):
- Auszug
-
5. Auszug ΝΟΜ:
- Auszug
-
6. Auszug ΜΟΥΣ:
- Auszug
-
- Auszug aus dem Handelsregister
-
-
- Auszug αρσ <-(e)s, -zü·ge>
-
- Auszug αρσ <-(e)s, -zü·ge>
-
- Auszug αρσ <-(e)s, -zü·ge>
-
- Auszug αρσ <-(e)s, -zü·ge>
-
- Auszug αρσ <-(e)s, -zü·ge>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Auszug αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.