στο λεξικό PONS
 
  
 au·tark [auˈtark] ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ
-  autark
-  
-  autark
-  autarkical ειδικ ορολ
 
  
 -  
-  autark
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-  
-  autark
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
  
 autark
-  autark
-  
 
  
 -  
-  autark
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
