στο λεξικό PONS
lia·bil·ity [ˌlaɪəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. liability no pl (legal responsibility):
2. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debts):
3. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debtors):
- liabilities pl
- Kreditoren pl
lia·bil·ities [ˌlaɪəˈbɪlətiz, αμερικ -ət̬iz] ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
eli·gible [ˈelɪʤəbl̩] ΕΠΊΘ
1. eligible (qualified):
2. eligible (entitled):
4. eligible (desirable):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
liabilities ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
liability ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
eligible ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
eligible ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.