στο λεξικό PONS
con·ˈnec·tion fee ΟΥΣ ΔΙΑΔ, ΤΗΛ
con·nec·tion [kəˈnekʃən] ΟΥΣ
1. connection no pl (joining, link):
2. connection ΜΕΤΑΦΟΡΈς between +δοτ:
3. connection (people, contacts):
4. connection (association):
5. connection (reference):
- in connection with sth
-
6. connection (causality):
fee [fi:] ΟΥΣ
1. fee (charge):
2. fee no pl ΝΟΜ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
connection fee ΟΥΣ E-COMM
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
connection ΔΗΜ ΣΥΓΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.