στο λεξικό PONS
 
  
 I. con·nec·tive [kəˈnektɪv] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
II. con·nec·tive [kəˈnektɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
tis·sue [ˈtɪʃu:, -sju:, αμερικ ˈtɪʃu:] ΟΥΣ
1. tissue (for wrapping):
2. tissue (for wiping noses):
cell [sel] ΟΥΣ
3. cell ΒΙΟΛ, ΗΛΕΚ, ΠΟΛΙΤ:
4. cell ΤΗΛ (local area):
-  
-  Ortsbereich αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
connective tissue cell ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- connectedness
- connected person
- connecting
- connecting canal
- connecting ramp
- connective tissue cell
- connectivity
- connector
- connexion
- conning tower
- connivance
 
  
 