στο λεξικό PONS
- Vermögensverwaltung ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
I. man·age·ment [ˈmænɪʤmənt] ΟΥΣ
1. management no pl of business:
2. management + ενικ/pl ρήμα (managers):
3. management no pl (handling):
II. man·age·ment [ˈmænɪʤmənt] ΟΥΣ modifier ΟΙΚΟΝ
activity ΟΥΣ
management ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
asset management activity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
management ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ, ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
asset ΟΥΣ
-
- Asset ουδ
asset ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
asset ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.