Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
woken [βρετ ˈwəʊkən, αμερικ ˈwoʊkən] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
woken → wake
I. wake [βρετ weɪk, αμερικ weɪk] ΟΥΣ
1. wake (track) ΝΑΥΣ:
2. wake (over dead person):
II. wake <a. wake up; prét woke, , waked, παρωχ μετ παρακειμ woken, waked παρωχ> [βρετ weɪk, αμερικ weɪk] ΡΉΜΑ μεταβ
III. wake <a. wake up; prét woke, , waked, παρωχ μετ παρακειμ woken, waked παρωχ> [βρετ weɪk, αμερικ weɪk] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. wake [βρετ weɪk, αμερικ weɪk] ΟΥΣ
1. wake (track) ΝΑΥΣ:
2. wake (over dead person):
II. wake <a. wake up; prét woke, , waked, παρωχ μετ παρακειμ woken, waked παρωχ> [βρετ weɪk, αμερικ weɪk] ΡΉΜΑ μεταβ
III. wake <a. wake up; prét woke, , waked, παρωχ μετ παρακειμ woken, waked παρωχ> [βρετ weɪk, αμερικ weɪk] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. wake up ΡΉΜΑ [βρετ weɪk -, αμερικ weɪk -] (wake up)
II. wake up ΡΉΜΑ [βρετ weɪk -, αμερικ weɪk -] (wake up [sb], wake [sb] up)
wake up → wake
I. wake [βρετ weɪk, αμερικ weɪk] ΟΥΣ
1. wake (track) ΝΑΥΣ:
2. wake (over dead person):
II. wake <a. wake up; prét woke, , waked, παρωχ μετ παρακειμ woken, waked παρωχ> [βρετ weɪk, αμερικ weɪk] ΡΉΜΑ μεταβ
III. wake <a. wake up; prét woke, , waked, παρωχ μετ παρακειμ woken, waked παρωχ> [βρετ weɪk, αμερικ weɪk] ΡΉΜΑ αμετάβ
στο λεξικό PONS
woken [ˈwəʊkn, αμερικ ˈwoʊ-] ΡΉΜΑ
woken μετ παρακειμ of wake
woken [ˈwoʊ·k ə n] ΡΉΜΑ
woken μετ παρακειμ of wake
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.