Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. weight [βρετ weɪt, αμερικ weɪt] ΟΥΣ
1. weight (heaviness):
3. weight (object of a fixed heaviness):
4. weight (credibility, influence):
5. weight (importance, consideration) μτφ:
6. weight (in statistics):
II. weight [βρετ weɪt, αμερικ weɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. weight [βρετ weɪt, αμερικ weɪt]
I. empties ΟΥΣ
II. empty [βρετ ˈɛm(p)ti, αμερικ ˈɛm(p)ti] ΕΠΊΘ
1. empty (lacking people):
2. empty (lacking contents):
3. empty (unfulfilled):
III. empty [βρετ ˈɛm(p)ti, αμερικ ˈɛm(p)ti] ΡΉΜΑ μεταβ
empty → empty out
IV. empty [βρετ ˈɛm(p)ti, αμερικ ˈɛm(p)ti] ΡΉΜΑ αμετάβ
empty → empty out
I. empty out ΡΉΜΑ [βρετ ˈɛm(p)ti -, αμερικ ˈɛm(p)ti -] (empty out)
στο λεξικό PONS
I. weight [weɪt] ΟΥΣ
3. weight no πλ (value):
I. empty <-ier, -iest> [ˈemptɪ] ΕΠΊΘ
II. empty <-ies> [ˈemptɪ] ΟΥΣ πλ
I. weight [weɪt] ΟΥΣ
3. weight (value):
I. empty <-ier, -iest> [ˈem(p)·ti] ΕΠΊΘ
II. empty <-ies> [ˈem(p)·ti] ΟΥΣ πλ
| I | weight |
|---|---|
| you | weight |
| he/she/it | weights |
| we | weight |
| you | weight |
| they | weight |
| I | weighted |
|---|---|
| you | weighted |
| he/she/it | weighted |
| we | weighted |
| you | weighted |
| they | weighted |
| I | have | weighted |
|---|---|---|
| you | have | weighted |
| he/she/it | has | weighted |
| we | have | weighted |
| you | have | weighted |
| they | have | weighted |
| I | had | weighted |
|---|---|---|
| you | had | weighted |
| he/she/it | had | weighted |
| we | had | weighted |
| you | had | weighted |
| they | had | weighted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- emporium
- empower
- empowering
- empowerment
- empress
- empty weight
- empyema
- EMS
- EMT
- emu
- emulate