Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: meiste , mental , meist , basta , Meßstab , messbar , Messstab και messen

I . mental [mɛnˈtaːl] ΕΠΊΘ

II . mental [mɛnˈtaːl] ΕΠΊΡΡ

I . viel <mehr, meiste> [fiːl] ΑΝΤΩΝ αόρ

III . viel <mehr, am meisten> [fiːl] ΕΠΊΡΡ

1. viel (häufig):

ιδιωτισμοί:

basta [ˈbasta] ΕΠΙΦΏΝ οικ

meist

meist → meistens

Βλέπε και: meistens

meistens [ˈmaɪstəns] ΕΠΊΡΡ

messbarΜΟ, meßbarπαλαιότ ΕΠΊΘ

MessstabΜΟ, Meßstabπαλαιότ

Messstab → Messlatte

Βλέπε και: Messlatte

MesslatteΜΟ, Meßlatteπαλαιότ ΟΥΣ θηλ

jalon αρσ

I . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] ΡΉΜΑ μεταβ

2. messen (ausmessen, vermessen):

II . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] ΡΉΜΑ αμετάβ

III . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα τυπικ

Βλέπε και: gemessen

I . gemessen [gəˈmɛsən] ΡΉΜΑ

gemessen μετ παρακειμ von messen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina