I. ein, eine, ein ΑΡΙΘΜ
ιδιωτισμοί:
II. ein, eine, ein ΆΡΘ αόρ
1. ein:
I. eins ΑΡΙΘΜ
II. eins ΕΠΊΘ
1. eins (eine Einheit):
einer ΑΝΤΩΝ
einer → eine(r, s)
eine(r, s) ΑΝΤΩΝ αόρ
1. eine(r, s) (jemand):
2. eine(r, s) οικ (man):
3. eine(r, s) (eine Sache):
I. ohne [ˈoːnə] ΠΡΌΘ +Akk
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.