I. mien(ne) [mjɛ͂, mjɛn] ΑΝΤΩΝ κτητ
1. mien:
2. mien πλ (ceux de ma famille):
mer [mɛʀ] ΟΥΣ θηλ
1. mer (océan):
2. mer (bassin océanique):
3. mer (littoral):
4. mer (eau de mer):
-
- Meerwasser ουδ
5. mer (marée):
6. mer (grande quantité):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.