dégueu
I. dégueulasse [degœlas] οικ ΕΠΊΘ
1. dégueulasse (sale):
- dégueulasse mains, pantalon, personne
-
2. dégueulasse (dégoûtant):
3. dégueulasse (mauvais):
II. dégueulasse [degœlas] οικ ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.