I. groß·ar·tig [ˈgro:sʔa:ɐ̯tɪç] ΕΠΊΘ
2. großartig (hervorragend):
II. groß·ar·tig [ˈgro:sʔa:ɐ̯tɪç] ΕΠΊΡΡ
Groß·ar·tig·keit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
I. ruck·ar·tig ΕΠΊΘ
I. ab·ar·tig ΕΠΊΘ
I. der·ar·tig [ˈde:ɐ̯ʔa:ɐ̯tɪç] ΕΠΊΘ
pest·ar·tig ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.