I. schreck·lich [ˈʃrɛklɪç] ΕΠΊΘ
1. schrecklich (entsetzlich):
2. schrecklich χιουμ οικ (schlimm):
II. schreck·lich [ˈʃrɛklɪç] ΕΠΊΡΡ
1. schrecklich (entsetzlich):
2. schrecklich οικ (sehr):
schrecklich ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.