I. klein·ka·riert ΕΠΊΘ
II. klein·ka·riert ΕΠΊΡΡ
I. ka·riert [kaˈri:rt] ΕΠΊΘ
-
- kleinkariert οικ μειωτ
-
- kleinkariert οικ μειωτ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.