στο λεξικό PONS
I. ent·fernt ΕΠΊΘ
1. entfernt (weitläufig):
2. entfernt (gering, leise):
3. entfernt (abgelegen):
II. ent·fernt ΕΠΊΡΡ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.