στο λεξικό PONS
Sit·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Sitzung (Konferenz):
Er·sit·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Sit·zungs·pro·to·koll <-s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Sit·zungs·saal <-(e)s, -säle> ΟΥΣ αρσ
Sit·zungs·be·richt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Sit·zungs·pe·ri·o·de <-, -n> ΟΥΣ θηλ
- Sitzungsperiode ΠΟΛΙΤ
-
- Sitzungsperiode ΝΟΜ
-
Sit·zungs·geld <-es, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
Er·sit·zungs·recht <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Er·hit·zung <-, -en> πλ selten ΟΥΣ θηλ
2. Erhitzung (Erregung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bilanzsitzung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Sondersitzung ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Börsensitzung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Abnutzung ΟΥΣ θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Setzung
Abnutzung ΟΥΣ θηλ (Zustand)
Benutzung ΔΗΜ ΣΥΓΚ
Nutzung
Schätzung
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.