στο λεξικό PONS
Sit·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Sitzung (Konferenz):
Sit·zungs·be·richt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Sit·zungs·pe·ri·o·de <-, -n> ΟΥΣ θηλ
- Sitzungsperiode ΠΟΛΙΤ
-
- Sitzungsperiode ΝΟΜ
-
Er·sit·zungs·recht <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Sit·zungs·pro·to·koll <-s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Sit·zungs·geld <-es, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
Sit·zungs·saal <-(e)s, -säle> ΟΥΣ αρσ
Er·sit·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Rats·sit·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bilanzsitzung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Sondersitzung ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Börsensitzung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Abnutzung ΟΥΣ θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Benutzung ΔΗΜ ΣΥΓΚ
Nutzung
Abnutzung ΟΥΣ θηλ (Zustand)
Schätzung
Setzung
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.