στο λεξικό PONS
Be·schäf·ti·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Beschäftigung (Anstellung):
2. Beschäftigung (Tätigkeit):
3. Beschäftigung (Auseinandersetzung):
- vorübergehende Beschäftigung ΟΙΚΟΝ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Beschäftigung ΟΥΣ θηλ
- vorübergehende Beschäftigung ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
- vorübergehende Beschäftigung ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.