στο λεξικό PONS
Be·schaf·fungs·we·sen <-s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ ΕΜΠΌΡ
- Beschaffungswesen
-
- öffentliches Beschaffungswesen ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
-
- Beschaffungswesen ουδ <-s> kein pl
-
- öffentliches [o. staatliches] Beschaffungswesen
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Beschaffungswesen ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
- Beschaffungswesen
-
-
- Beschaffungswesen ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- öffentliches Beschaffungswesen ΧΡΗΜΑΤΟΠ