Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
métier [metje] ΟΥΣ αρσ
1. métier:
3. métier (expérience):
4. métier (objet):
στο λεξικό PONS
métier [metje] ΟΥΣ αρσ
1. métier (profession):
5. métier sans πλ:
métier [metje] ΟΥΣ αρσ
1. métier (profession):
5. métier sans πλ:
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
métier αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.