Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
épreuve [epʀœv] ΟΥΣ θηλ
1. épreuve (moment pénible):
2. épreuve (testant valeur, résistance):
3. épreuve (partie d'examen):
4. épreuve ΑΘΛ:
5. épreuve ΤΥΠΟΓΡ:
contre-épreuve <πλ contre-épreuves>, contrépreuve <πλ contrépreuves> [kɔ̃tʀepʀœv] ΟΥΣ θηλ
1. contre-épreuve (en offset):
2. contre-épreuve (vérification):
στο λεξικό PONS
épreuve [epʀœv] ΟΥΣ θηλ
1. épreuve (test):
2. épreuve ΣΧΟΛ (examen):
ιδιωτισμοί:
épreuve [epʀœv] ΟΥΣ θηλ
1. épreuve (test):
2. épreuve ΣΧΟΛ (examen):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'épreuves
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique