Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
photographique [fɔtoɡʀafik] ΕΠΊΘ
photographique art, papier, image, documents:
- photographique
-
- laboratoire photographique
-
- chasse photographique
-
-
- reconnaissance θηλ photographique
-
- reproduction photographique/sonore
- photographic method, image, reproduction, art, equipment
- photographique
- apparatus ΦΩΤΟΓΡ
- équipement αρσ photographique
στο λεξικό PONS
-
- photographique
-
- photographique
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.