στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. public [βρετ ˈpʌblɪk, αμερικ ˈpəblɪk] ΕΠΊΘ
I. expense [βρετ ɪkˈspɛns, ɛkˈspɛns, αμερικ ɪkˈspɛns] ΟΥΣ
1. expense (cost):
2. expense (cause for expenditure):
II. expenses ΟΥΣ
expenses npl ΕΜΠΌΡ:
στο λεξικό PONS
expense [ɪks·ˈpens] ΟΥΣ
I. public [ˈpʌb·lɪk] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.