στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. riflettore [rifletˈtore] ΟΥΣ αρσ
1. riflettore:
2. riflettore ΤΕΧΝΟΛ:
II. riflettore [rifletˈtore] ΕΠΊΘ


-
- riflettore αρσ
-
- illuminare con riflettori
- floodlit building, pageant
- illuminato con riflettori
-
- riflettore αρσ
-
- riflettore αρσ
-
- riflettore αρσ
στο λεξικό PONS




PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.