στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
personal property [αμερικ ˈpərs(ə)n(ə)l ˈprɑpərdi] ΟΥΣ ΝΟΜ
I. property [βρετ ˈprɒpəti, αμερικ ˈprɑpərdi] ΟΥΣ
1. property U (belongings):
2. property U (real estate):
4. property (characteristic):
II. properties ΟΥΣ npl
1. properties ΟΙΚΟΝ:
2. properties ΘΈΑΤ:
I. personal [βρετ ˈpəːs(ə)n(ə)l, αμερικ ˈpərs(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
personal [ˈpɜ:r·sə·nəl] ΕΠΊΘ
3. personal (private):
4. personal (offensive):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.