στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. personal [βρετ ˈpəːs(ə)n(ə)l, αμερικ ˈpərs(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
safety [βρετ ˈseɪfti, αμερικ ˈseɪfti] ΟΥΣ
1. safety (freedom from harm or hazards):
στο λεξικό PONS
personal [ˈpɜ:r·sə·nəl] ΕΠΊΘ
3. personal (private):
4. personal (offensive):
safety [ˈseɪf·ti] ΟΥΣ
1. safety (being safe):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.