Oxford Spanish Dictionary
I. poor <poorer poorest> [αμερικ pʊr, pɔr, βρετ pɔː, pʊə] ΕΠΊΘ
1. poor (not wealthy):
2. poor (unsatisfactory):
στο λεξικό PONS
I. poor [pʊəʳ, αμερικ pʊr] ΕΠΊΘ
2. poor:
I. poor [pʊr] ΕΠΊΘ
2. poor:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.