e'en [αμερικ in, βρετ iːn] ΕΠΊΡΡ λογοτεχνικό, αρχαϊκ
e'en → even
even2 ΟΥΣ αρχαϊκ, λογοτεχνικό
I. even1 [αμερικ ˈivən, βρετ ˈiːv(ə)n] ΕΠΊΡΡ
1.1. even:
1.2. even with αρνητ:
1.3. even with συγκρ:
1.4. even (introducing stronger expression):
2. even in phrases:
II. even1 [αμερικ ˈivən, βρετ ˈiːv(ə)n] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.