στο λεξικό PONS
so·cial ˈskill ΟΥΣ
skill [skɪl] ΟΥΣ
1. skill no pl (expertise):
2. skill:
I. so·cial1 [ˈsəʊʃəl, αμερικ ˈsoʊ-] ΕΠΊΘ
1. social (of human contact):
2. social ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ (concerning society):
3. social ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ (of human behaviour):
4. social (concerning the public):
5. social ΖΩΟΛ, ΒΙΟΛ (living together):
II. so·cial1 [ˈsəʊʃəl, αμερικ ˈsoʊ-] ΟΥΣ βρετ
so·cial2 [αμερικ ˈsoʊʃəl] ΟΥΣ αμερικ οικ
social συντομογραφία: Social Security Number
skill ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
social skill ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
social [ˈsəʊʃl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.