στο λεξικό PONS
ex·po·sure [ɪkˈspəʊʒəʳ, ekˈ-, αμερικ -ˈspoʊʒɚ] ΟΥΣ
1. exposure (being unprotected):
2. exposure no pl (contact with elements):
3. exposure no pl (revelation):
4. exposure no pl (media coverage):
5. exposure ΦΩΤΟΓΡ:
7. exposure (position):
8. exposure no pl (contact):
9. exposure ΟΙΚΟΝ (risk assessment):
10. exposure ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
-
- Haltedauer θηλ
I. over·all ΟΥΣ [ˈəʊvərɔ:l, αμερικ ˈoʊvɚ-]
II. over·all ΕΠΊΘ [ˌəʊvərˈɔ:l, αμερικ ˌoʊvɚˈɑ:l] προσδιορ
1. overall (general):
exposure ΟΥΣ
- exposure ΤΕΧΝΟΛ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
overall exposure ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
exposure ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Haltedauer θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.