στο λεξικό PONS
 
  
 I. na·tive [ˈneɪtɪv, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. na·tive [ˈneɪtɪv, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
1. native (indigenous, aboriginal):
I. Na·tive Aˈmeri·can ΟΥΣ
II. Na·tive Aˈmeri·can ΕΠΊΘ
 
  
 Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
indigenous [ɪnˈdɪdʒɪnəs], native ΕΠΊΘ
indigenous people, native ΟΥΣ
home country, native land ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
native wood ΟΥΣ
non-native habitat ΟΥΣ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
