στο λεξικό PONS
ein·hei·misch [ˈainhaimɪʃ] ΕΠΊΘ
1. einheimisch:
2. einheimisch (aus dem Lande stammend):
3. einheimisch ΒΟΤ, ΖΩΟΛ (natürlich vorkommend):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.