στο λεξικό PONS
joint ˈproxy ΟΥΣ ΝΟΜ
proxy [ˈprɒksi, αμερικ ˈprɑ:-] ΟΥΣ
1. proxy (person):
2. proxy (document):
I. joint [ʤɔɪnt] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. joint [ʤɔɪnt] ΟΥΣ
1. joint (connection):
2. joint ΤΕΧΝΟΛ:
3. joint ΑΝΑΤ:
4. joint culin (meat):
5. joint οικ:
- joint (cheap bar, restaurant)
-
- joint (cheap bar, restaurant)
-
- joint (cheap bar, restaurant)
-
- joint (cheap bar, restaurant)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
joint proxy ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Gesamtprokura θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.