στο λεξικό PONS
ˈfill·er cap ΟΥΣ
fill·er [ˈfɪləʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
3. filler no pl (for cracks):
-
- Porenfüller αρσ
4. filler (for adding bulk):
5. filler ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ, TV, ΡΑΔΙΟΦ:
-
- Lückenfüller αρσ
I. cap1 [kæp] ΟΥΣ
1. cap (hat):
2. cap esp βρετ ΑΘΛ:
3. cap:
4. cap ΓΕΩΛ:
-
- Deckschicht θηλ
5. cap (limit):
7. cap (for toy gun):
-
- Spielzeugpatrone θηλ
II. cap1 <-pp-> [kæp] ΡΉΜΑ μεταβ
1. cap ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ (limit):
2. cap esp βρετ ΑΘΛ:
cap2 [kæp] ΟΥΣ
cap ΤΥΠΟΓΡ συντομογραφία: capital [letter]
CAP [ˌsi:eɪˈpi:] ΟΥΣ
CAP EE συντομογραφία: Common Agricultural Policy
Com·mon Ag·ri·ˈcul·tur·al Poli·cy, CAP ΟΥΣ EE
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cap ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
| I | cap |
|---|---|
| you | cap |
| he/she/it | caps |
| we | cap |
| you | cap |
| they | cap |
| I | capped |
|---|---|
| you | capped |
| he/she/it | capped |
| we | capped |
| you | capped |
| they | capped |
| I | have | capped |
|---|---|---|
| you | have | capped |
| he/she/it | has | capped |
| we | have | capped |
| you | have | capped |
| they | have | capped |
| I | had | capped |
|---|---|---|
| you | had | capped |
| he/she/it | had | capped |
| we | had | capped |
| you | had | capped |
| they | had | capped |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.