στο λεξικό PONS
de·liv·ery [dɪˈlɪvəri] ΟΥΣ
1. delivery ΕΜΠΌΡ (of goods):
2. delivery (of mail):
3. delivery (manner of speaking):
5. delivery (birth):
6. delivery ΝΟΜ:
op·tion [ˈɒpʃən, αμερικ ˈɑ:p-] ΟΥΣ
1. option:
2. option (freedom to choose):
3. option (right to buy or sell):
4. option usu pl ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
delivery ΟΥΣ handel
-
- Einlieferung θηλ
-
- Übergabe θηλ
option ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.