στο λεξικό PONS
con·sul·ta·tion [ˌkɒnsəlˈteɪʃən, αμερικ ˈkɑ:n-] ΟΥΣ
1. consultation no pl (advice):
2. consultation (meeting):
3. consultation ΙΑΤΡ:
- to have a consultation with sb
- jdn konsultieren
op·por·tu·nity [ˌɒpəˈtju:nəti, αμερικ ˌɑ:pɚˈtu:nət̬i] ΟΥΣ
1. opportunity (occasion):
2. opportunity (for advancement):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
consultation opportunity ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.