στο λεξικό PONS
cheque, αμερικ check [tʃek] ΟΥΣ
I. con·tract1 [ˈkɒntrækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΟΥΣ
1. contract (agreement):
II. con·tract1 [ˈkɒntrækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. con·tract1 [ˈkɒntrækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΡΉΜΑ μεταβ
I. con·tract2 [kənˈtrækt] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. con·tract2 [kənˈtrækt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. contract (tense) muscles, metal:
2. contract ΓΛΩΣΣ:
-
- etw verkürzen [o. zusammenziehen]
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cheque contract ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Scheckvertrag αρσ
contract ΡΉΜΑ αμετάβ CTRL
contract ΡΉΜΑ μεταβ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
contract ΡΉΜΑ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
| I | contract |
|---|---|
| you | contract |
| he/she/it | contracts |
| we | contract |
| you | contract |
| they | contract |
| I | contracted |
|---|---|
| you | contracted |
| he/she/it | contracted |
| we | contracted |
| you | contracted |
| they | contracted |
| I | have | contracted |
|---|---|---|
| you | have | contracted |
| he/she/it | has | contracted |
| we | have | contracted |
| you | have | contracted |
| they | have | contracted |
| I | had | contracted |
|---|---|---|
| you | had | contracted |
| he/she/it | had | contracted |
| we | had | contracted |
| you | had | contracted |
| they | had | contracted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.