Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
dressing-down ΟΥΣ
-
- réprimande θηλ
I. soigné (soignée) [swaɲe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
soigné → soigner
II. soigné (soignée) [swaɲe] ΕΠΊΘ
1. soigné (bien entretenu):
2. soigné (bien fait):
III. soigné (soignée) [swaɲe] ΕΠΊΘ οικ (d'importance)
I. soigner [swaɲe] ΡΉΜΑ μεταβ
1. soigner (chercher à guérir):
II. se soigner ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. se soigner (chercher à guérir):
2. se soigner (pouvoir être guéri):
grade [ɡʀad] ΟΥΣ αρσ
1. grade (niveau hiérarchique):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.