Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
immaculate [βρετ ɪˈmakjʊlət, αμερικ ɪˈmækjələt] ΕΠΊΘ
1. immaculate:
- immaculate person, dress, house, manners
-
- immaculate performance, timing, technique
-
- immaculate condition (in advertisement)
-
2. immaculate ΘΡΗΣΚ:
- immaculate
-
- the Immaculate Conception
-
στο λεξικό PONS
immaculate [ɪˈmækjʊlət] ΕΠΊΘ
2. immaculate (flawless):
- immaculate
-
- immaculé(e)
- immaculate
-
- Immaculate Conception
immaculate [ɪ·ˈmæk·jʊ·lət] ΕΠΊΘ
2. immaculate (flawless):
- immaculate
-
- immaculé(e)
- immaculate
-
- Immaculate Conception
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.