στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. leggero [ledˈdʒɛro] ΕΠΊΘ
1. leggero (che pesa poco):
3. leggero ΜΑΓΕΙΡ:
4. leggero (non spesso):
5. leggero (agile):
6. leggero:
7. leggero:
8. leggero (disimpegnato):
9. leggero (frivolo):
11. leggero ΑΘΛ:
- pesi leggeri
-
II. leggero [ledˈdʒɛro] ΕΠΊΡΡ
III. leggero [ledˈdʒɛro] ΟΥΣ αρσ ΑΘΛ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.