wiesehr A
wiesehr → wie I.6
I. wie ΕΠΊΡΡ ερωτημ
1. wie:
2. wie (auf welche Weise):
3. wie (in welchem Maße):
4. wie (welche Menge):
6. wie (in Ausrufen):
II. wie ΕΠΊΡΡ αναφορ
III. wie ΣΎΝΔ
1. wie (vergleichend):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.