dommage [dɔmaʒ] ΟΥΣ αρσ
1. dommage (préjudice):
- dommage
- Schaden αρσ
- dommage consécutif
-
- dommage consécutif d'un vice ΝΟΜ
- Mangelfolgeschaden ειδικ ορολ
- dommage incorporel ΝΟΜ
- Immaterialschaden ειδικ ορολ
- dommage induit
-
- dommage patrimonial
-
-
- Drittschaden ειδικ ορολ
2. dommage πλ (dégâts matériels):
II. dommage [dɔmaʒ]
- dommage de construction
- Bauschaden αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- dommage patrimonial
- dommage consécutif
- dommage induit
- dommage incorporel ΝΟΜ
- Immaterialschaden ειδικ ορολ